λάγουσα — λά̱γουσα , λήγω stay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
Kardiotissa — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Bild fehltVorlage:Infobox Insel/Wartung/Höhe fehlt Kardiotissa Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Kykladen Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
λαγωβόλος — ο (Α λαγωβόλος, ον, ουδ. και λαγωοβόλον) το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον η λαγουδέρα ή λαγούσα αρχ. 1. αυτός που κυνηγά λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek
Ελεούσα — I Ονομασία δύο νησιών. 1. Ακατοίκητη νησίδα του Σαρωνικού, η μεγαλύτερη στη συστάδα Λαούσες ή Ελεούσες. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της συστάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. Ονομάζεται και Λαγούσα. 2. Ακατοίκητη … Dictionary of Greek
Λαούσες — Συστάδα τεσσάρων νησιών του Σαρωνικού κόλπου, που βρίσκovται μεταξύ των ακρωτηρίων Κόχη της Σαλαμίνας και Πλακάκια (Άγιοι Απόστολοι) της Αίγινας. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι η Λαγούσα. Τα νησιά ονομάζονται επίσης Λαγούσες ή Λαγονήσια … Dictionary of Greek